διασπείρω (diaspeirô)

da διά e σπείρω
Numero Strong: G1289
verbo

1) cospargere in giro, disperdere

διασπαρέντες: pass. aor. ptc. nom. pl. masc.
διεσπάρησαν: 3pl. pass. aor. ind.

disperdere: 3
Totale: 3

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω