μαθητής (mathêtês)

da μανθάνω
TDNT - 4: 415,552
Numero Strong: G3101
sostantivo maschile

1) studente, alunno, discepolo

μαθηταὶ, μαθηταί: nom. pl.
μαθηταῖς: dat. pl.
μαθητάς, μαθητὰς: acc. pl.
μαθητῇ: dat. sing.
μαθητὴν: acc. sing.
μαθητής, μαθητὴς: nom. sing.
μαθητοῦ: gen. sing.
μαθητῶν: gen. pl.

(+) discepolo: 4
di discepolo: 1
discepolo: 252
non tradotto: 1
uno discepolo: 3
Totale: 261

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω