τετράπουν (tetrapoun)

da τέσσαρες e πούς
Numero Strong: G5074
sostantivo neutro

1) un animale con quattro zampe, quadrupede

τετράποδα: acc. pl., nom. pl.
τετραπόδων: gen. pl.

(+) quadrupede: 2
di quadrupede: 1
Totale: 3

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω