χίλιοι (chilioi)

plurale di affinità incerta
TDNT - 9: 466,1316
Numero Strong: G5507
aggettivo

1) mille

χίλια: acc. pl. neut., nom. pl. neut.
χιλίας: acc. pl. femm.
χιλίων: gen. pl. masc.

(+διακόσιοι ἑξήκοντα) milleduecentosessanta: 1
(+διακόσιοι) milleduecentosessanta: 1
(+ἑξακόσιοι) milleseicento: 1
mille: 8
Totale: 11

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω