καταράομαι (kataraomai)

voce media da κατάρα
TDNT - 1: 448,75
Numero Strong: G2672
verbo

1) maledire, condannare, imprecare

καταρᾶσθε: 2pl. med. pres. imptv.
καταρώμεθα: 1pl. med. pres. ind.
καταρωμένους: med. pres. ptc. acc. pl. masc.
κατηραμένοι: pass. pf. ptc. voc. pl. masc.
κατηράσω: 2sing. med. aor. ind.

(+) maledire: 1
maledire: 4
Totale: 5

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω