συγκληρονόμος (sugklêronomos)

da σύν e κληρονόμος
TDNT - 3:767 e 7:787,442 e 1102
Numero Strong: G4789
aggettivo

1) un coerede
2) che ottiene qualcosa assegnatagli con altri, un compartecipante

συγκληρονόμα: acc. pl. neut.
συγκληρονόμοι: nom. pl. masc.
συγκληρονόμοις: dat. pl. masc.
συγκληρονόμων: gen. pl. masc.

(+) ereditare con: 1
coerede: 1
ereditare con: 2
Totale: 4

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω