συμμαρτυρέω (summartureô)

da σύν e μαρτυρέω
TDNT - 4: 508,564
Numero Strong: G4828
verbo

1) testimoniare con, testimoniare insieme

συμμαρτυρεῖ: 3sing. att. pres. ind.
συμμαρτυρούσης: att. pres. ptc. gen. sing. femm.

attestare insieme: 1
confermare: 1
rendere testimoniare: 1
Totale: 3

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω