καθημερινός (kathêmerinos)

da κατά e ἡμέρα
Numero Strong: G2522
aggettivo

1) quotidiano

καθημερινῇ: dat. sing. femm.

(+) quotidiano: 1
Totale: 1

Trova parola:

α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω